ταντούρι

ταντούρι
(I)
το, Ν
άκλ. ινδική μέθοδος μαγειρικής σε φωτιά από κάρβουνο, σε κυλινδρικό φούρνο από πηλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tandur αραβ. tannūr].
————————
(II)
το, Ν
(στο παρελθόν) τραπέζι με μαγκάλι από κάτω και πάπλωμα ή άλλο χοντρό ύφασμα από πάνω με το οποίο κάλυπταν τα χέρια και τα γόνατά τους οι γυναίκες που κάθονταν γύρω από αυτό, όταν έκανε πολύ κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tantur].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • tandur — TANDÚR, (1) tandure, s.n. (Turcism înv.) 1. Masă pătrată, acoperită cu covoare, sub care se aşeza un vas cu mangal pentru a încălzi pe cel ce şedea. 2. fig. Lene. – Din tc. tandur (lit. tandır). Trimis de cornel, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 … …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”