- ταντούρι
- (I)το, Νάκλ. ινδική μέθοδος μαγειρικής σε φωτιά από κάρβουνο, σε κυλινδρικό φούρνο από πηλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tandur αραβ. tannūr].————————(II)το, Ν(στο παρελθόν) τραπέζι με μαγκάλι από κάτω και πάπλωμα ή άλλο χοντρό ύφασμα από πάνω με το οποίο κάλυπταν τα χέρια και τα γόνατά τους οι γυναίκες που κάθονταν γύρω από αυτό, όταν έκανε πολύ κρύο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tantur].
Dictionary of Greek. 2013.